Πολιτεία, Τόμος 3. Платон
Читать онлайн книгу.ection>
ΒΙΒΛΙΟΝ ΣΤ'
Τοιουτοτρόπως λοιπόν, κατόπιν τόσον μακράς εξετάσεως, μόλις και μετά βίας κατωρθώσαμεν να ευρεθή, ποίοι είναι οι αληθινοί φιλόσοφοι και ποίοι όχι. – Δεν ήτο ίσως εύκολον να το εύρωμεν συντομώτερα. – Δεν το πιστεύω· μου φαίνεται όμως ότι θα ημπορούσε να καταδειχτή το πράγμα καλύτερα, εάν ήτο δυνατόν να περιορισθώμεν εις αυτό και μόνον, και να μην είχαμεν να διατρέξωμεν τόσα άλλα ζητήματα, διά να ίδωμεν κατά τι διαφέρει ο βίος του δικαίου ανθρώπου από του αδίκου. – Τι μας μένει λοιπόν κατόπιν; – Τι άλλο, παρά το εξής: επειδή φιλόσοφοι μεν είναι, όσοι ημπορούν να φθάσουν εις την γνώσιν εκείνου, που υπάρχει πάντοτε τελείως αναλλοίωτον, όχι δε και εκείνοι, που στρέφονται γύρω εις τα πολλά και πάντοτε μεταβαλλόμενα πράγματα, ποίοι τάχα από τους δύο πρέπει να γίνουν κυβερνήται της πολιτείας: – Πώς άραγε να εξετάσωμεν το ζήτημα, διά να παραδεχθώμεν το ορθότερον; – Εγώ λέγω ότι πρέπει να καταστήσωμεν φρουρούς της πόλεως εκείνους, που θα ήσαν ικανοί να φυλάξουν αμεταβλήτους τους νόμους και τας διατάξεις της πολιτείας. – Πολύ σωστά. – Είναι άραγε δύσκολον να αποφανθώμεν, εάν ο καλός φρουρός, διά να φυλάξη κάτι, πρέπη να είναι τυφλός, ή οξυδερκής: – Διόλου βέβαια δύσκολον. Και νομίζεις τάχα ότι διαφέρουν καθόλου από τους τυφλούς, εκείνοι οι οποίοι στερούνται της γνώσεως εκάστου καθ' εαυτό όντος, και δεν έχουν κανένα παράδειγμά του καθαρόν εις την ψυχήν των, ούτε ημπορούν επομένως, όπως οι ζωγράφοι, να έχουν προ των οφθαλμών των το αληθινώτατον πρότυπον, προς το οποίον να στρέφωνται πάντοτε και να το παρατηρούν με όλην την απαιτουμένην προσοχήν και ακρίβειαν, ούτως ώστε να θεσπίζουν και εδώ κάτω νόμους περί των καλών, των δικαίων και αγαθών, όταν πρόκειται να νομοθετήσουν, ή και να φυλάττουν άγρυπνοι τους καλώς κειμένους νόμους; – Δεν υπάρχει πράγματι μεγάλη διαφορά.
– Αυτούς λοιπόν θα διορίσωμεν φρουρούς, ή απεναντίας εκείνους, που γνωρίζουν την καθ' εαυτήν αναλλοίωτον ουσίαν παντός πράγματος και δεν υπολείπονται καθόλου από τους άλλους κατά την εμπειρίαν, ούτε υστερούν εις κανένα άλλο είδος αξίας; – Θα ήτο πραγματικώς άτοπον να προτιμήσωμεν άλλους από αυτούς, εάν τουλάχιστον δεν υπελείποντο κατά τα άλλα, αφού τους υπερτερούν κατά πολύ εις αυτό που είναι το μέγιστον σχεδόν και κυριώτερον. – Αυτό λοιπόν έχομεν τώρα να εξετάσωμεν, πώς θα έχουν οι ίδιοι μαζί και εκείνα τα άλλα προσόντα και αυτό το σπουδαιότερον. – Μάλιστα. – Πρέπει λοιπόν, καθώς ελέγομεν και εις την αρχήν της συζητήσεώς μας, να εξετάσωμεν εν πρώτοις ποία είναι η φύσις και ο ιδιαίτερος χαρακτήρ αυτών των ανθρώπων· και υποθέτω ότι, εάν εμβαθύνωμεν επαρκώς εις αυτήν, δεν θα δυσκολευθώμεν να παραδεχθώμεν, ότι ημπορούν οι ίδιοι να έχουν όλα αυτά τα προσόντα, και ότι δεν πρέπει να ζητούμεν άλλους διά την διοίκησιν της πολιτείας.
Πώς αυτό;
Ας λάβωμεν εν πρώτοις ως δεδομένον, ότι το κύριον χαρακτηριστικόν του φιλοσοφικού πνεύματος είναι να αγαπά μετά πάθους την μάθησιν, η οποία θα του αποκαλύψη την [αιώνιον] και αναλλοίωτον εκείνην ουσίαν, που δεν υπόκειται ούτε εις γένεσιν ούτε εις φθοράν. – Σύμφωνος – Ακόμη δε, ότι αγαπά ολόκληρον αυτήν την μάθησιν, χωρίς να αμελή εκουσίως κανένα μέρος αυτής ούτε μικρότερον, ούτε μεγαλύτερον, ούτε σπουδαιότερον ούτε ταπεινότερον, απαράλλακτα όπως ελέγαμεν πριν διά τους φιλοδόξους και τους εραστάς. – Σωστά λέγεις. – Πρόσεξε λοιπόν τώρα, αν δεν είναι ανάγκη να έχουν, εκτός τούτου, και τον εξής ακόμη χαρακτήρα εκείνοι, που οφείλουν να είναι τοιούτοι, όπως τους λέγομεν. – Τον ποίον; – Το μίσος προς το ψεύδος, το οποίον κατ' ουδένα λόγον δεν πρέπει εκουσίως να ανέχωνται να εισέρχεται εις την ψυχήν των, και την αγάπην της αληθείας. – Πολύ φυσικόν. – Όχι μόνον, φίλε μου, φυσικόν, αλλά και ανάγκη απόλυτος είναι, εκείνος που διάκειται ερωτικώς προς ένα πρόσωπον, να αγαπά και κάθε τι που συγγενεύει ή έχει σχέσιν με το αντικείμενον του έρωτός του. – Σωστά. – Και ημπορείς να εύρης τίποτε άλλο, που να συνδέεται τόσον στενά με την σοφίαν, όσον η αλήθεια; – Πώς είναι δυνατόν; – Ημπορεί λοιπόν ποτε η ιδία φύσις να αγαπά την σοφίαν και το ψεύδος συγχρόνως; – Ουδέποτε. – Πρέπει επομένως ο πραγματικώς φιλομαθής ευθύς εκ νεαράς ηλικίας να αγαπά και να επιζητή μετά πάθους πάσαν αλήθειαν. – Βεβαιότατα. – Γνωρίζομεν όμως ότι, όταν αι επιθυμίαι ενός ανθρώπου φέρωνται ακατάσχετοι προς ένα ωρισμένον αντικείμενον, γίνονται ασθενέστεραι δι' όλα τα άλλα πράγματα, καθώς ρεύμα το οποίον διωχετεύθη ολόκληρον προς τα εκεί. – Πώς όχι;
– Εκείνος λοιπόν του οποίου όλαι αι επιθυμίαι έχουν στραφή προς την μάθησιν και τας επιστήμας, καμμίαν άλλην ηδονήν και απόλαυσιν δεν γνωρίζει από τας αποκλειστικώς ψυχικάς, περιφρονεί δε τας υλικάς του σώματος, εάν δεν είναι ονόματι μόνον και καθ' υπόκρισιν φιλόσοφος, αλλά φιλόσοφος πράγματι. – Ανάγκη πάσα. – Ένας λοιπόν τοιούτος άνθρωπος δεν ημπορεί παρά να είναι εγκρατής και αφιλοχρήματος· διότι οι λόγοι, που αναγκάζουν τους άλλους να επιδιώκουν με τόσα έξοδα τα πλούτη, δεν έχουν καμμίαν δύναμιν δι' αυτόν. – Έτσι είναι.
– Ακόμη δε πρέπει να έχης υπ' όψιν σου και αυτό, όταν πρόκειται να διακρίνης την αληθινήν φιλοσοφικήν φύσιν από την μη τοιαύτην. – Το ποίον; – Μήπως σε γελάση και έχη τίποτε το ταπεινόν και ανελεύθερον μέσα της, διότι η μικρολογία είναι όλως διόλου ασυμβίβαστος με μίαν ψυχήν, που πρόκειται να επιδιώκη πάντοτε το σύνολον πάντων των θείων και ανθρωπίνων πραγμάτων. – Έχεις δίκαιον. – Μία λοιπόν τοιαύτη,