Πολιτεία, Τόμος 2. Платон
Читать онлайн книгу.ection>
ΒΙΒΛΙΟΝ Γ'
– Τοιαύτα λοιπόν είναι, όσον αφορά τους θεούς, εκείνα τα οποία, καθώς νομίζω, πρέπει να ακούουν, και εκείνα που δεν πρέπει να ακούουν ευθύς από την παιδικήν των ηλικίαν οι άνθρωποι, που θέλομεν να τιμούν τους θεούς και τους γονείς των και να θεωρούν όχι ως το μικρότερον αγαθόν την μεταξύ των αγάπην και ομόνοιαν. – Και νομίζω ότι είναι σωστά όσα παρεδέχθημεν επ’ αυτού του αντικειμένου.
– Τώρα, εάν θέλωμεν να είναι και ανδρείοι, δεν πρέπει να τους λέγωμεν τοιαύτα, με τα οποία θα τους κάμωμεν να μη φοβούνται καθόλου τον θάνατον; ή νομίζεις ότι ημπορεί ποτε κανείς να γίνη ανδρείος, εάν έχη μέσα του αυτόν τον φόβον; – Όχι, μα την αλήθειαν, δεν το φαντάζομαι. – Τι δε; όταν ένας άνθρωπος πιστεύη ότι υπάρχη Άδης, τόπος πλήρης φρίκης και τρόμου, νομίζεις ότι θα επροτίμα να φονευθή εις τον πόλεμον, παρά να νικηθή και να γίνη δούλος; – Διόλου. – Καθήκον μας λοιπόν είναι, καθώς φαίνεται, να επιστήσωμεν την προσοχήν μας και εις όσα θα λέγωνται περί του αντικειμένου τούτου και να συστήσωμεν εις τους ποιητάς να μην κατηγορούν, όπως συνήθως, τα εν τω Άδη, αλλά μάλλον να τα επαινούν, επειδή ούτε αληθινά είναι όσα λέγουν, ούτε ωφέλιμα διά τους μέλλοντας πολεμιστάς. – Πρέπει πράγματι. – Ας εξαλείψωμεν λοιπόν από την ποίησιν όλα τα τοιαύτα, αρχίζοντες από τους εξής στίχους·
Ας ήμουνα πάνω στη γης κι ας πάη νάμουν σκλάβος
ενός φτωχού —
παρά να ήμουν, βασιλιάς σ' όλους τους πεθαμένους·
και αυτούς·
Και ο Άδης στα μάτια να φανή θνητών και αθανάτων
ο σκοτεινός κι ο άραχλος, που ως κι οι θεοί τον τρέμουν.
και τους εξής·
Aλλοίμονόν μας! βέβαια και μες στον Άδη υπάρχει
κάποια ψυχή και φάντασμα, μα αίσθησι πια δεν έχει·
και το
Μόνος αυτός αισθάνεται, οι άλλοι σκιές γυρνούνε·
και
απ’ το κορμί του πέταξε και πάει η ψυχή στον Άδη
μοιριολογόντας, πόχασε τα νειάτα, την αντρειά της·
και
η ψυχή, καπνός σαν να είταν, μέσα
στη γης εχάθη τρίζοντας·
και τέλος
Σαν νυχτερίδες, που πετούν ατά βάθη ενός σπηλαίου
τρίζοντας, αν απ’ το σωρό καμμιά τους ξεκολλήση
και πέση καταγής κ’ η μια κρατιέται απ’ την άλλη,
έτσι κ’ εκείνες τρίζοντας όλες μαζί πετούσαν.
Αυτά και όλα τα τοιαύτα θα παρακαλέσωμεν τον Όμηρον και τους άλλους ποιητάς να μη δυσαρεστηθούν αν τα διαγράψωμεν, όχι διότι δεν είναι ποιητικά και ευχάριστα να τα ακούουν οι πολλοί, αλλ' όσον ποιητικώτερα, τόσον ίσα ίσα πρέπει ολιγώτερον να τα ακούουν και παίδες και άνδρες, που θα ζήσουν ελεύθεροι, φοβούμενοι την δουλείαν περισσότερον από τον θάνατον. – Έχεις πληρέστατον δίκαιον.
– Ακόμη πρέπει να απορρίψωμεν και όλα τα φοβερά και τρομερά ονόματα που αναφέρονται εις αυτά τα πράγματα, οίον τους Κοκυτούς, τας Στύγας, τα Τάρταρα και όλα τα παρόμοια που είναι χυμένα στο ίδιο καλούπι και που κάμνουν να σηκώνονται οι τρίχες της κεφαλής των, όσοι τα ακούουν· ίσως και αυτά να έχουν την χρησιμότητά των εις τίποτε άλλο· αλλ' ημείς φοβούμεθα διά τους φρουρούς μας, μήπως από αυτήν την φρίκην μας γίνουν περισσότερον του δέοντος ευαίσθητοι και μαλακοί. – Και είναι σωστός αυτός ο φόβος. – Ώστε πρέπει να τα αφαιρέσωμεν; – Ναι. – Ώστε πρέπει να μεταχειριζώμεθα όλως διόλου τον αντίθετον τύπον και εις τους λόγους και εις την ποίησιν. – Φανερόν. – Θα αφαιρέσωμεν λοιπόν και τα μοιρολόγια και τους θρήνους που βάζουν κάποτε εις το στόμα των εξόχων ανδρών. – Κατ' ανάγκην, με εκείνα τα προηγούμενα. – Ας εξετάσωμεν όμως πρώτα, αν ορθώς θα τα αφαιρέσωμεν· λέγομεν λοιπόν, ότι ένας άνθρωπος σοφός δεν θα θεωρήση τον θάνατον ως δυστύχημα δι’ άλλον σοφόν, του οποίου είναι και φίλος. – Μάλιστα. – Ώστε δεν θα καθήση να τον κλαίη και να τον μοιρολογά, ως να έπαθε τίποτε κακόν. – Όχι βέβαια. – Ακόμη λέγομεν, ότι ο σοφός είναι άνθρωπος που μόνος του επαρκεί τελείως εις τον εαυτόν του, και απ’ όλους ολιγώτερον καμμίαν ανάγκην δεν έχει του άλλου διά να είναι ευτυχής. – Αληθώς. – Ώστε διόλου δεν θα είναι δυστύχημα δι’ αυτόν να χάση ή υιόν, ή αδελφόν, ή χρήματα, ή τίποτε άλλο από αυτά. – Διόλου πράγματι. – Επομένως και να θρηνή καθόλου δεν πρέπει, αλλ' απεναντίας με μεγάλην καρτερίαν να το υποφέρη, αν τύχη και τον εύρη καμμία τέτοια συμφορά. – Πολύ σωστά. – Σωστά λοιπόν και ημείς αφαιρούμεν τους θρήνους των σπουδαίων ανδρών και τους παραπέμπομεν το πολύ εις τας γυναίκας, και όχι μάλιστα τας σπουδαίας, και εις τους ταπεινοτέρας φύσεως άνδρας, διά να μην το καταδέχωνται να κάμνουν τα ίδια με αυτούς εκείνοι που τους προορίζομεν διά την φρούρησιν της χώρας. Θα παρακαλέσωμεν λοιπόν πάλιν τον Όμηρον και τους άλλους ποιητάς να μη μας παρουσιάζουν τον Αχιλλέα, υιόν θεάς, ότι
πότε απ’ τόνα του πλευρό πλάγιαζε πότ' απ’ τάλλο
και πότε πάλι ανάσκελα ή προύμυτα, ως που τέλος
πετιόνταν πάνω κι ως τρελλός γυρνούσε στ' ακρογιάλι·
ούτε να παίρνη στάχτη με τα δυο του χέρια από τη φωτιά και να την χύνη στην κεφαλή του και να κλαίη και να οδύρεται, όπως