Πολιτεία, Τόμος 2. Платон
Читать онлайн книгу.έργον αποκλειστικόν θα έχουν την υπεράσπισιν της ελευθερίας της πόλεως και τίποτε άλλο, που δεν έχει σχέσιν με αυτό, δεν θα τους επιτρέπεται ούτε να κάμνουν ούτε να μιμούνται οτιδήποτε άλλο και αν είναι· εάν δε μιμούνται, μόνον ό,τι έχει σχέσιν με τον προορισμόν των να μιμούνται εκ παιδικής ηλικίας, δηλαδή την ανδρείαν, την σωφροσύνην, την ευσέβειαν, την μεγαλοψυχίαν και τας τοιαύτας αρετάς· κάθε δε ταπεινόν και αισχρόν, ούτε να το πράττουν ούτε να έχουν την επιτηδειότητα να το μιμούνται, μήπως από την μίμησιν καταντήσουν και να γίνουν τοιούτοι· ή δεν έχεις παρατηρήση ότι η μίμησις, εάν αρχίση και εξακολουθή από πολύ νεαράν ηλικίαν, καταντά από την συνήθειαν να γίνη δευτέρα φύσις και κατά το σώμα και κατά την φωνήν και κατά την διάνοιαν; – Και πολύ μάλιστα.
– Ποτέ λοιπόν δεν θα επιτρέψωμεν, εκείνοι τους οποίους κηδεμονεύομεν και εννοούμεν να γίνουν μίαν ημέραν σπουδαίοι άνδρες, να μιμούνται μίαν γυναίκα, ή νέαν ή γραίαν, η οποία έξαφνα μαλλώνει με τον άνδρα της, ή τολμά να τα βάζη με τους θεούς πλήρης μεγαλαυχίας διά τας φανταστικάς ευτυχίας της, ή παραδίδεται εις θρήνους και απελπισίαν διά τας συμφοράς της· πολύ δε ολιγώτερον ακόμη μίαν γυναίκα ασθενή ή ερωτευμένην ή και να κοιλοπονά. – Διόλου βέβαια. Ούτε προσέτι δούλας και δούλους, που ασχολούνται εις τας εργασίας των. – Ουδέ τούτο. – Αλλ' ούτε ακόμη και ανθρώπους ταπεινούς και αθλίους, που κάμνουν όλως διόλου τα εναντία απ’ όσα τώρα είπαμεν, να υβρίζωνται, να περιπαίζη ο ένας τον άλλον, να αισχρολογούν μεθυσμένοι και νηστικοί, ή και όλας αυτάς τας ασχημίας που συνηθίζουν και εις τους λόγους των και εις τα έργα των οι τοιούτοι και προς τους εαυτούς των και προς τους άλλους· ούτε ακόμη νομίζω πως πρέπει να υποκρίνωνται τους λόγους και τα έργα των παραφρόνων· διότι πρέπει μεν κατ' ανάγκην να γνωρίσουν και τους προστύχους και τους παράφρονας, άνδρας και γυναίκας, όχι όμως και να γίνωνται οι ίδιοι και να τους μιμούνται. – Πολύ σωστά. – Τι δε; θα επιτρέπεται τάχα να μιμούνται τους σιδηρουργούς, ή οποιονδήποτε άλλον τεχνίτην, ή τους κωπηλάτας επί των πλοίων, ή τους κελευστάς ή όλους τους τοιούτους; – Και πώς, αφού ούτε να προσέχουν καν θα έχουν δικαίωμα εις κανένα από αυτούς; – Τον δε χρεμετισμόν των ίππων, ή τον μυκηθμόν των ταύρων, την βοήν των ποταμών, της θαλάσσης τον βρυχηθμόν, τας βροντάς, και όλα τα τοιαύτα, θα τα μιμούνται τάχα; – Όχι βέβαια, αφού τους απηγορεύθη να είναι μανιακοί και να μιμούνται τους μανιακούς.
– Εάν λοιπόν εννοώ καλά την σκέψιν σου, υπάρχει ένας τρόπος ομιλίας και διηγήσεως, τον οποίον θα μεταχειρίζεται ο σωστός ο άνθρωπος, όταν έχη τίποτε να είπη· και ένας άλλος πάλιν όλως διόλου διαφορετικός, από την χρήσιν του οποίου δεν ξεκολλούν όλοι οι ταπεινής φύσεως και κακής ανατροφής άνθρωποι. – Και ποίοι είναι αυτοί οι τρόποι; – Ο μεν χρηστός άνθρωπος, μου φαίνεται, όταν εις την σειράν της διηγήσεώς του πρόκειται να αναφέρη πράξιν ή λόγον ενός χρηστού επίσης ανθρώπου, θα προσπαθήση να μιμηθή, ως να ήτο εκείνος ο ίδιος, την απαγγελίαν του, και δεν θα εντραπή δι’ αυτήν την μίμησιν, μάλιστα όταν