Άννα Καρένιν. Tolstoy Leo
Читать онлайн книгу.εχαμήλωσε τους οφθαλμούς, προσπαθούσα να σκεφθή τι να είπη ως να ήθελε να τον ικετεύση να την πείση.
– Μίαν στιγμήν παραφοράς.. είπεν ο πρίγκηψ.
Ηθέλησε να εξακολουθήση, αλλά προ των λόγων αυτών τα χείλη της συζύγου του συνεσφίγχθησαν.
– Φύγετε, φύγετε απ' εδώ, επανέλαβεν εκείνη διά φωνής πλειότερον διαπεραστικής, και μη ομιλείτε διά τας παραφοράς σας και τας ατιμίας σας.
Ηθέλησε δε να εξέλθη του δωματίου, αλλ' εκλονίσθη και εστηρίχθη εις το ερεισίνωτον μιας καθέδρας διά να μη πέση.
– Δόλλυ, είπεν εκείνος ολολύζων, έλεος χάριν των τέκνων μας, τα παιδιά μας δεν πταίουν τίποτε. Εγώ είμαι ο ένοχος, συγχώρησέ με, ειπέ μου πώς δύναμαι να εξαγοράσω το σφάλμα μου. Είμαι ένοχος, δεν υπάρχουν λέξεις προς έκφρασιν του ύψους της ενοχής μου! Αλλά, Δόλλυ, συγχώρησόν με!
– Τα σκέπτομαι τα παιδιά μας, διότι τα πάντα θα έκαμνα διά να τα σώσω· αλλά δεν γνωρίζω πώς θα τα σώσω, αν δεν τα αποσπάσω από τον πατέρα των ή εάν τα αφήσω με ένα πατέρα κακοήθη, ναι, κακοήθη πατέρα… Ειπέτε, μεθ' όσα συνέβησαν, δυνάμεθα να ζήσωμεν ομού; είναι δυνατόν τούτο; πέτε μου είναι δυνατόν! επανέλαβεν υψώσασα την φωνήν^ αφού ο σύζυγός μου, ο πατέρας των τέκνων μου, συνεδέθη με την διδασκάλισσαν των παιδιών του.
Την ητένισεν εκείνος και η οργή, την οποίαν εξέφραζεν η μορφή της συζύγου του, τον κατέπληξε και τον ετρόμαξε.
Δεν ηδύνατο να κατανοήση ότι η ευσπλαγχνία ακριβώς την οποίαν της εξεδήλου, την παρώργιζε περισσότερον. Διέβλεπεν εν αυτώ ευσπλαγχνίαν και όχι έρωτα.
– Όχι, με αποστρέφεται, δεν θα με συγχωρήση, εσκέφθη.
– Είνε τρομερόν, τρομερόν, είπεν.
Εις το γειτονικόν δωμάτιον κάποιο παιδί έπεσε και ήρχισε να κλαίη.
Η Δάρια Αλεξανδρόβνα ηκροάτο, και έξαφνα, η μορφή της εξέφρασε πόνον.
Επί τινας στιγμάς εσκέφθη ως να μη εγνώριζε πού ευρίσκετο, και τι έπρεπε να κάμη, είτα δε, ανεγερθείσα αποτόμως έτρεξε προς την θύραν.
– Αγαπά εν τούτοις το παιδί μου, εσκέφθη εκείνος, πώς θα ηδύνατο να με αποστραφή; Δόλλυ, μίαν λέξιν ακόμη! προσέθηκεν ακολουθήσας αυτήν.
– Αν με ακολουθήσετε, θα φωνάξω τους υπηρέτας, θα φωνάξω τα παιδιά, διά να μάθη όλος ο κόσμος ότι είσθε ένας άθλιος! αναχωρώ και ειμπορείτε να μείνετε εδώ μαζί με την ερωμένην σας.
Και εξήλθε κτυπώσα δυνατά τας θύρας.
Ο Ομπλόνσκυ εσπόγγισε το πρόσωπον και εξήλθε του δωματίου με βραδέα βήματα.
– Θ' αλλάξη άρα γε γνώμην, εσκέφθη και εκάλεσε τον Μάτβεϊ.
– Να ετοιμάσης δωμάτιον διά την Άνναν Καρένιν.
Ο Ομπλόνσκυ εφόρεσε την γούναν του και εξήλθεν εις το πρόστοον.
Αφού καθησύχασε το παιδίον η Δάρια Αλεξανδρόβνα, ακούσασα την άμαξαν απερχομένην, επέστρεψεν εις τα δωμάτιά της, και εκάθισεν εις την θέσιν, όπου είχε συνομιλήσει μετά του συζύγου της. Συνέσφιξε τας κατίσχνους χείρας της, τα δακτυλίδια της διολίσθησαν από τ' άσαρκα δάκτυλά της και ανεπόλησεν ολόκληρον την προηγηθείσαν συνομιλίαν.
– Έφυγε! πού θα ζήση μαζύ της; Την βλέπει ακόμη; διατί να μην ερωτήσω περί τούτου;.. Όχι, όχι, δεν είνε δυνατόν να συμφιλιωθώμεν και αν ακόμη ζήσωμεν υπό την αυτήν στέγην,