Βέρθερος. Johann Wolfgang von Goethe
Читать онлайн книгу.σου καταστήσω φανεράν την καθαράν επιθυμίαν, την αγάπην, την πίστιν του ανθρώπου αυτού. Ναι, έπρεπε να έχω το δώρον του μεγίστου ποιητού, δια να δυνηθώ να σου παραστήσω εξ ίσου ζωηρά την έκφρασιν των σχημάτων του. Όχι, καμμία λέξις δεν εκφράζει την αβρότητα που υπήρχεν εις όλους τους τρόπους και την έκφρασίν του· ό,τι θα ηδυνάμην πάλιν ν' αναφέρω είναι σκαιόν και άκομψον. Ιδίως με συνεκίνησε το πώς εφοβείτο μήπως ήθελα σκεφθή διαφορετικά δια τας σχέσεις του με αυτήν και μήπως αμφέβαλλα περί της καλής διαγωγής του. Πόσον θελκτικόν ήτο όταν ωμίλει περί της μορφής της, περί του σώματός της, το οποίον άνευ του θελγήτρου της νεότητος τον κατέθελγε και τον εδέσμευε τούτο δεν δύναμαι παρά μόνον εις τα ενδότατα της ψυχής μου ν' αναπαραστήσω. Εις όλην την ζωήν μου δεν είδα την έντονον επιθυμίαν και τον θερμόν και δεινόν πόθον που υπήρχε μέσα εις την τόσην καθαρότητα, δύναμαι μάλιστα να πω εις την καθαρότητα αυτήν που ποτέ μου δεν εφαντάσθην ουδ' ωνειρεύθην. Μη με μέμφεσαι αν σου ειπώ ότι μου φλέγεται έως τα μύχια η ψυχή μου εις την ανάμνησιν αυτής της αθωότητος και αληθείας, και ότι η εικών της πίστεως αυτής και τρυφερότητος παντού με ακολουθεί, και ότι όπως εκείνος και εγώ από την αυτή φωτιά καίομαι και διψώ.
Τώρα θα προσπαθήσω να την ίδω τάχιστα, ή μάλλον, αν σκεφθώ καλά, θέλω να το αποφύγω. Καλύτερα να την βλέπω διά των οφθαλμών του εραστού της· ίσως φανή προ των ιδίων μου οφθαλμών ουχί ως τώρα μου παρίσταται, και διατί να καταστρέψω την ωραίαν εικόνα;
16 Ιουνίου.
Διατί δεν σου γράφω: – Ερωτάς τούτο, ενώ είσαι και συ ένας από τους λογίους; Έπρεπε να μαντεύσης ότι ευρίσκομαι καλά, και μάλιστα – για να ομιλήσω σύντομα – έκαμα μίαν γνωριμίαν, η οποία εγγίζει πλησιέστερα την καρδίαν μου. Έκαμα – δεν ηξεύρω.
Δύσκολον θα μου αποβή να σου διηγηθώ με τάξιν πώς συνέβη να γνωρίσω ένα των πλέον αξιεράστων πλασμάτων. Είμαι χαρούμενος και ευτυχής, και επομένως όχι καλώς ιστορικός.
Ένα άγγελον! – Εντροπή! Έτσι ο καθένας ονομάζει την ερωμένην του· ψέμματα; Και όμως δεν είμαι εις κατάστασιν να σου ειπώ πόσον είναι τελεία, διατί είναι τελεία· εδέσμευσεν όλην μου την ψυχήν.
Τόση απλότης με τόσην διάνοιαν, τόση αγαθότης με τόσην σταθερότητα και η αταραξία της ψυχής με την αληθή ζωήν και ενέργειαν.
Αηδής φλυαρία είναι ό,τι και αν ειπώ δι' αυτήν, οικτραί αφηρημέναι έννοιαι, που κανένα χαρακτηριστικόν του εγώ της εκφράζουν. Άλλοτε – όχι, όχι άλλοτε, τώρα αμέσως θα σου το διηγηθώ. Αν δεν το κάμω τώρα, τότε ουδέποτε θα γείνη. Διότι, σου το εμπιστεύομαι, αφ' ότου ήρχισα να γράφω, τρεις φορές ήδη εσκέφθην να βάλω κάτω την πέννα, να διατάξω την επίσαξιν του ίππου μου και να υπάγω εκεί έξω. Και όμως ωρκίσθην σήμερον το πρωί να μην υπάγω εκεί πέρα, και όμως πηγαίνω κάθε στιγμήν εις το παράθυρον, διά να ίδω πόσον υψηλά είναι ακόμη ο ήλιος.
Δεν ημπόρεσα να κατανικήσω τον εαυτόν μου, έπρεπε να υπάγω έξω προς αυτήν. Ιδού, επέστρεψα Γουλιέλμε, θα φάγω το βουτυρόψωμο ως δείπνον, και θα σου γράψω. Οποία ηδονή διά την ψυχήν μου, να την βλέπω εις τον κύκλον των αγαπητών φαιδρών παιδιών, των οκτώ αδελφών της.
Αν