Η Μοίρα Των Τεσσάρων. Powell Michael

Читать онлайн книгу.

Η Μοίρα Των Τεσσάρων - Powell Michael


Скачать книгу
τραυματίες πίσω στη Γερμανία. Ξεκίνησε με προβλήματα. Προχώρησε για μερικά μίλια, και μετά σταματούσε σε κάθε στάση για να δώσει τη θέση του στην παρακαμπτήριο σε κάθε τρένο που πήγαινε προς την αντίθετη κατεύθυνση μεταφέροντας τρομαγμένους νεαρούς άντρες για σφαγή. Τελικά, τον διέταξαν να βγει έξω, δίπλα στις σιδηροδρομικές γραμμές. «Θα πρέπει να περπατήσεις τώρα. Το τραίνο έχει επιταχτεί».

      «Από ποιον;».

      «Από το γενικό επιτελείο. Πρέπει να στήσουν ένα νέο αρχηγείο και να μεταφέρουν τα πράγματά του σε αυτό».

      Ο Κουρτ και οι υπόλοιποι πληγωμένοι άντρες αποβιβάστηκαν και αναγκάστηκαν να πάρουν τον δρόμο του γυρισμού πεζοί αβοήθητοι, ενώ οι μισητοί στρατηγοί και το προσωπικό τους ταξίδεψαν με άνεση, μακριά από τη μάχη. Μπήκε κι εκείνος κουτσαίνοντας στην ατέλειωτη ουρά με τους άλλους αποκαρδιωμένους στρατιώτες, πεινασμένος και παγωμένος. Άντρες τυφλωμένοι από το αέριο – συχνά του δικού τους στρατού, που γυρνούσε πίσω όταν ο άνεμος άλλαζε. Τα μάτια τους ήταν καλυμμένα με βρώμικους επιδέσμους και καθοδηγούνταν από άνδρες με δεκανίκια που παραπατούσαν πάνω στα δεκανίκια τους ή που είχαν τα μπράτσα τους δεμένα στο σώμα τους. Οι λιγότερο τραυματίες που μπορούσαν να περπατήσουν, όπως ο Κουρτ, εξαναγκάζονταν να κουβαλήσουν σε φορείο βαριά πληγωμένους άνδρες που σφάδαζαν από τους πόνους. Πολλοί μάλιστα πέθαιναν αθόρυβα και οι αποθαρρημένοι τραυματιοφορείς τους θα το συνειδητοποιούσαν αργότερα, αφού είχαν κουβαλήσει τον νεκρό για μίλια. Οι σοροί τους έμεναν στο δρόμο, για να τις περιμαζέψει κάποιος, ίσως αργότερα. Όλοι ήταν βρώμικοι. Οι μπότες τους διαλύονταν και πολλοί από τους άντρες αναγκάστηκαν να περπατούν κουτσαίνοντας με γυμνά πόδια πάνω στο τραχύ έδαφος. Ο ήχος που έβγαινε από το σούρσιμο των ποδιών τους συνοδευόταν από μια υποβόσκουσα ατμόσφαιρα ανθρώπινου πόνου, καθώς οι κραυγές των τραυματιών αναμειγνύονταν σε μια διαβολική αρμονία πόνου και δυσφορίας.

      Η ύπαιθρος καταστράφηκε και κάηκε από τις προηγούμενες καταστροφικές μάχες. Τότε, ο νικηφόρος γερμανικός στρατός είχε προωθηθεί προς τη Γαλλία, πιστεύοντας ότι θα έφτανε στο Παρίσι έως τα Χριστούγεννα του 1914, αλλά είχε αναχαιτιστεί και απωθήθηκε πίσω στις αμυντικές του θέσεις, γεγονός που καθόρισε την σύγχρονη κόλαση της σφαγής στα χαρακώματα.

      Οι στρατιώτες που επέστρεφαν στην πατρίδα σέρνοντας τα πόδια τους, δεν είχαν κάτι να φωτίζει τον δρόμο τους, εκτός από τις μικροσκοπικές κόκκινες λάμψεις της κάφτρας των τσιγάρων που κάποιοι τυχεροί κατάφεραν να κρατήσουν στεγνά. Όταν το φως ήταν λιγοστό και δεν μπορούσαν να δουν πού τους πήγαιναν τα μπερδεμένα τους βήματα, σταματούσαν για τη νύχτα και ξάπλωναν εκεί που σταμάτησαν, προσπαθώντας απεγνωσμένα να ζεσταθούν μπροστά σε φωτιές που δεν κατάφερναν όμως να τους ζεστάνουν. Άναβαν φωτιά με τα λίγα ξερόκλαδα που έβρισκαν στο δάσος, και από τα κατεστραμμένα σπίτια απ’ όπου περνούσαν. Πολλοί από αυτούς πέθαιναν, σιωπηλά, χωρίς να το πάρει κανείς είδηση, σχεδόν ανακουφισμένοι που «δραπέτευαν» από τη εξουθένωση και τη φρίκη της οπισθοχώρησης


Скачать книгу