Μάκβεθ. Уильям Шекспир
Читать онлайн книгу.γλώσσαν τι κρατούμεν,
ενώ προ πάντων εις ημάς εδώ ανήκει λόγος;
Εδώ τι λόγος ωφελεί, που μας παραμονεύει
κρυμμένη μέσ' 'ς την τρύπαν της η Μοίρα η κακή μας,
και να χυθή επάνω μας ζητεί, να μας αρπάξη;
Να φύγωμεν! Δεν 'μέστωσε το δάκρυ μας ακόμη!
Κι' ακόμη δεν εξύπνησεν ο πόνος της ψυχής μας!
Την Λαίδην βοηθήσετε!
(Η ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ φέρεται έξω της σκηνής).
Κ' ημείς, τα σώματά μας αφού τα προφυλάξωμεν απ' την γυμνότητά των, εδώ ενταμονόμεθα να κάμωμεν ερεύνας, αυτό να εξετάσωμεν το φρικαλέον πράγμα. Τώρα τον νουν μας δισταγμοί και φόβοι τον κλονίζουν. Αλλά εδώ, εις τον Θεόν ενώπιον, ομνύω να πολεμήσω τους κρυφούς σκοπούς της προδοσίας!
Κι εγώ τ' ομνύω!
Όλοι μας!
Πηγαίνωμεν αμέσως
την ανδρικήν να βάλωμεν στολήν μας, και κατόπιν
εδώ ενταμονόμεθα όλοι μαζί.
Προθύμως.
(Εξέρχονται πάντες, εκτός του ΜΑΛΚΟΛΜ και του ΔΟΝΑΛΒΑΙΝ)
Συ τι σκοπεύεις; Απ' αυτούς ν' απέχωμεν προκρίνω.
'Σ τον άπιστον είν' εύκολον να προσποιήται λύπην.
Εις την Αγγλίαν 'πάγω 'γώ.
Κ' εγώ 'ς την Ιρλανδίαν.
Ασφαλεστέρα χωριστά η τύχη καθενός μας.
Εδώ μαχαίρια κρύπτονται 'ς τα χαμογέλοια μέσα·
τα δε συγγενικώτερα βαθύτερα πληγόνουν.
Το βέλος 'ς το σημάδι του δεν έπεσεν ακόμη·
– καλόν να τ' αποφύγωμεν, εμπρός του μη μας εύρη! —
Εις τ' άλογα! Χαιρετισμοί κ' ευγένειαι ας λείψουν·
ωσάν τους κλέπτας φεύγωμεν. Κλοπή συγχωρημένη
κανείς να κλέπτετ' απ' εκεί, όπου ελπίς δεν μένει.
(Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΗ Δ΄
Έξωθεν του μεγάρου του ΜΑΚΒΕΘ.
(Εισέρχονται ο ΡΩΣ και είς ΓΕΡΩΝ).
Θυμούμαι όσα έγειναν προ εβδομήντα χρόνων,
κ' εις όλον το διάστημα της μακρινής μου πείρας
είδα και ώραις φοβεραίς κι' αλλόκοτα συμβάντα·
αλλ' η φρικτή αυτή νυκτιά 'ξεπέρασε τα πάντα!
Καλέ μου γέρε κι' αγαθέ, ο Ουρανός, ιδέ τον,
ωσάν να τον ετάραξαν τα έργα του ανθρώπου,
το σκήνωμά του απειλεί το αιματοβαμμένον.
Να λάμπη τώρα έπρεπε φως της ημέρας, κι' όμως
σβύνει το σκότος της νυκτός τον ταξειδιάρην λύχνον.
Η 'μέρα μην εντρέπεται; ή θριαμβεύει η Νύκτα,
κι' αντί ν' ασπάζεται την γην το φως το ζωογόνον,
το πρόσωπόν του έκρυψε 'ς τα σάβανα του σκότους;
Και τούτο είν' αφύσικον, κ' επίσης παρά φύσιν
το έγκλημα που έγεινε. – Την περασμένην Τρίτην
εκεί που υπερήφανα 'πετούσ' ένα ιεράκι
μια κουκουβάγια τάρπαξε και τόκαμε