Άννα Καρένιν. Tolstoy Leo
Читать онлайн книгу.ηγάπα, αλλ' η ανατροφή ης είχε τύχει και αι τρέχουσαι ιδέαι του ιδιαιτέρου του κόσμου, δεν τω επέτρεπον να σκεφθή να της προσφέρεται διαφορετικά παρά με τας φαινομενικότητας βαθυτάτου σεβασμού και πληρεστάτης υποταγής. Η δε εξωτερική εκδήλωσις των αισθημάτων τούτων ήτο ισχυροτέρα από τον ενδόμυχον αποτροπιασμόν, ον ησθάνετο προς αυτά.
Ο Βρόνσκυ ηκολούθησε τον οδηγόν, ανήλθεν εις το τραίνον, και, καθ’ ήν στιγμήν επρόκειτο να εισέλθη εις το διαμέρισμα όπου ευρίσκετο η μήτηρ του, παρεμέρησε διά να διέλθη μία κυρία.
Με το τακτ του ανθρώπου του κόσμου ο Βρόνσκυ ανεγνώρισε με το πρώτον βλέμμα ότι η κυρία εκείνη ανήκεν εις τας ανωτάτας κοινωνικάς τάξεις. Εζήτησε συγγνώμην και ητοιμάζετο να εξακολουθήση τον δρόμον του, οπότε ησθάνθη ακαταμάχητον πόθον να στραφή διά να την ίδη άπαξ ακόμη, ουχί μόνον διότι η κυρία την οποίαν είχε συναντήσει ήτο ωραιοτάτη, ούτε και διότι είχεν ελκυσθή από την ευπρεπή κομψότητα και την χάριν την σεμνήν ην απέπνεεν ολόκληρος, αλλά διότι η έκφρασις της χαριτωμένης μορφής της, όταν επέρασεν απ' εμπρός του, είχε κάτι το ιδιαιτέρως θωπευτικόν και τρυφερόν.
Όταν υπεστράφη, και η κυρία έστρεψεν επίσης την κεφαλήν προς αυτόν και τα μάτια της προσηλώθησαν φιλίως επ' αυτού, ως να τον ανεγνώριζε, πάραυτα δε εστράφησαν προς το πλήθος κάποιον αναζητούντες εν αυτώ.
Ο Βρόνσκυ εισήλθεν εις το υποδειχθέν αυτώ βαγόνι. Η μήτηρ του, μία γηραιά γυνή ισχνή, με μάτια μαύρα, εμειδία ελαφρώς με τα λεπτά της χείλη.
Ανηγέρθη από το κάθισμά της, παρέδωκε μικρόν δερμάτινον σάκκον εις την θαλαμηπόλον της, έτεινε την μικράν και άσαρκον χείρα της προς τον νέον, είτα δε, ανυψώσασα την κεφαλήν, τον ησπάσθη επί των παρειών.
– Έλαβες το τηλεγράφημά μου; Είσαι καλά;.. Δόξα σοι ο Θεός!.
– Εκάματε καλό ταξείδι; είπεν ο νέος καθεσθείς παραπλεύρως αυτής.
Η κυρία ενώπιον της οποίας ο Βρόνσκυ είχεν παραμερίσει εισήλθεν και αύθις εις το διαμέρισμα.
– Λοιπόν! ευρήκατε τον αδελφόν σας; ηρώτησεν η κόμησσα Βρόνσκυ αποταθείσα προς την ωραίαν ταξειδιώτιδα.
Ο Βρόνσκυ ενεθυμήθη τότε ότι ήτο η Άννα Καρένιν.
– Ο αδελφός σας σάς περιμένει εδώ, είπεν εγερθείς. Με συγχωρείτε διότι δεν σας ανεγνώρισα, προσέθηκε χαιρετήσας.. Έχομεν, άλλως τε, τόσον σπανίας συναντήσεις, ώστε ασφαλώς δεν θα μ' ενθυμείσθε.
– Ω, όχι! είπεν εκείνη· εντούτοις, σας ανεγνώρισα, διότι νομίζω ότι, καθ' όλον το διάστημα του ταξειδίου, η μήτηρ σας και εγώ μόνον περί υμών ωμιλούσαμεν.
Και επέτρεψε να φωτισθή από έν μειδίαμα η συγκρατουμένη ορμητικότης της.
– Και ο αδελφός μου δεν έρχεται λοιπόν; εξηκολούθησεν.
Ο Βρόνσκυ κατήλθεν επί του λιθοστρότου και εφώναξεν:
– Ομπλόνσκυ, εδώ!.
Αλλ' η Άννα Καρένιν δεν ανέμεινε, και, διακρίνασα τον πρίγκηπα, εξήλθε του οχήματρς με βήμα σταθερόν και ελαφρόν.
Μόλις δε ο πρίγκηψ την επλησίασεν η νεαρά γυνή επέρασε τον αριστερόν της βραχίονα περί τον τράχηλόν του, τον προσείλκυσε ζωηρώς προς εαυτήν και τον εφίλησεν ηχηρώς. Η χάρις και η ορμητικότης της χειρονομίας εκείνης συνεκίνησαν τον Βρόνσκυ· δεν την άφινε πλέον από τα μάτια