Η Μοίρα Των Τεσσάρων. Powell Michael
Читать онлайн книгу.μου!». Πήρε το καλούπι και το πέταξε σε ένα σωρό από μπάζα. Μετά είπε στο αγόρι να απλώσει το χέρι του, έβγαλε τη ζώνη του και τον χτύπησε τρεις φορές. Το αγόρι έτρεξε μακριά, κλαίγοντας.
Εκείνο το βράδυ, η γυναίκα του, η Δέσποινα, τον ρώτησε τι είχε συμβεί. «Ο Γιάννης ήρθε σπίτι κλαίγοντας και είπε ότι πέταξες το παιχνίδι του και τον χτύπησες. Τι έγινε;».
«Ήταν άτακτος. Βρήκε κάπου τσιμέντο και περιφερόταν τριγύρω με αυτό. Φοβόμουν μην μπει στο μάτι του».
«Ναι, το ξέρω, αλλά γιατί τον χτύπησες;».
«Πρέπει να του γίνει μάθημα. Είναι αγόρι και πρέπει να διδαχθεί πειθαρχία.
«Πειθαρχία; Είναι μόλις πέντε ετών! Είσαι πολύ σκληρός μαζί του».
Ο Σπύρος βλαστήμησε κάτι και βγήκε από το σπίτι. Κοπάνησε την πόρτα και έφυγε μουτρωμένος για να πάει σε ένα μπαρ. Κάποιοι φίλοι του ήταν εκεί, αλλά στην αρχή δεν πήγε κανένας κοντά του, έτσι που τον είδαν αγριεμένο. Κάποια στιγμή, ένας από αυτούς τον ρώτησε τι συμβαίνει.
«Γυναίκες!», είπε. Ο φίλος του κούνησε το κεφάλι του σε ένδειξη συμπαράστασης «Θέλουν να έχουν τα παιδιά στα πούπουλα. Η Δέσποινα παίρνει το μέρος του γιου της κάθε φορά. Αλλά πρέπει να μάθει από τώρα που είναι μικρός». Τους είπε τι είχε συμβεί.
Αν και ο φίλος του συμφωνούσε μαζί του, υπαινίχθηκε ότι ίσως δεν θα έπρεπε να είναι τόσο σκληρός. «Δεν είναι κακό παιδί και αυτό που έκανε δεν ήταν και τόσο μεγάλη αταξία. Ίσως θα έπρεπε να επανορθώσεις, για να ηρεμήσει η κατάσταση. Και συγνώμη που στο λέω αυτό, αλλά πρέπει να προσπαθήσεις να μην τσαντίζεσαι.
«Τι λες ότι θα έπρεπε να κάνω;».
«Δεν μου είπες ότι ήθελες να του μάθεις κολύμπι; Γιατί δεν το κάνεις; Ο καιρός είναι καλός ακόμα». Ήταν Οκτώβριος και η καλοκαιρία συνεχιζόταν. «Πέρασε λίγο χρόνο μαζί του. Αυτό θα του δείξει -και στη μητέρα του- ότι νοιάζεσαι. Είσαι καλός κολυμβητής, μπορείς να του μάθεις στο άψε-σβήσε».
Το επόμενο σαββατοκύριακο, ο Σπύρος πήρε τον Γιάννη με το γαϊδουράκι του και πήραν το μονοπάτι που οδηγούσε έξω από το λιμάνι στη βόρεια πλευρά, κάτω σε μια αμμώδη παραλία. Εκεί έδωσε στον Γιάννη ένα κομμάτι φελλού που είχε μαζέψει από την παραλία και έδειξε στο αγόρι πώς να το χρησιμοποιήσει σα σημαδούρα. Έβαλε τον γιο του στη ζεστή θάλασσα και τον κρατούσε. Έδειξε στο αγόρι πώς να κλωτσά τα πόδια του και να κινείται μέσα στο νερό. Μετά, έδεσε τον φελλό με μια κορδέλα στο στήθος του Γιάννη και του έδειξε πώς να κουνάει τα χέρια και τα πόδια του ταυτόχρονα.
Ο νεαρός αποδείχθηκε γεννημένος κολυμβητής και μετά από μερικά μαθήματα κολυμπούσε χωρίς βοήθεια. Ο πατέρας του ήταν περήφανος για τον γιο του, και το περιστατικό με το τσιμέντο ξεχάστηκε.
Αν και ήταν ακόμα πολύ μικρός, ο Γιάννης άρχισε να βοηθά τον Σπύρο στην οικοδομή. Ο πατέρας έφτιαχνε μόνος του τσιμεντένια τούβλα χρησιμοποιώντας ένα καλούπι και ο Γιάννης, από την ηλικία των οκτώ ετών, βοηθούσε τον πατέρα του να τα πουλάει και σε άλλους χτίστες. Ήταν κοπιαστική δουλειά, ειδικά για ένα μικρό αγόρι. Έπαιρνε τούβλα από τις τακτοποιημένες στοίβες που είχαν παραδοθεί στον χώρο με φορτηγό, και τα φόρτωνε σε ένα κάρο. Στη συνέχεια, το έσπρωχνε γρήγορα εκεί