Η τρικυμία. Уильям Шекспир

Читать онлайн книгу.

Η τρικυμία - Уильям Шекспир


Скачать книгу
η ώρα έφθασε· τούτ' η στιγμή καθαυτό σε προστάζει ν' ανοίξης ταυτιά σου· υπάκουσέ την και πρόσεχε. Θυμάσαι έναν καιρό πριν κατοικήσουμε τούτο το σπήλαιο; δεν το πιστεύω· γιατί δεν είχες ακόμη κλείσει τους τρεις χρόνους τότε.

      ΜΙΡ. Μάλιστα, αφέντη, θυμάμαι.

      ΠΡΟΣΠ. Ωσάν τι θυμάσαι; άλλην κατοικίαν, ή άλλους ανθρώπους; Εικόνισέ μου το καθετί, που η μνήμη σου έχει φυλάξει.

      ΜΙΡ. Είναι πέρα, πέρα, και κάλλια ως όνειρο παρ' ως πράμμα βέβαιο, που ν' αναπαύεται στην ενθύμησή μου. Δεν είχα έναν καιρό πέντ' έξη γυναίκες οπού μ' επρόσεχαν;

      ΠΡΟΣΠ. Τες είχες, και περισσότερες. Μιράντα· αλλά πώς σώζετ' αυτό ζωντανό μέσα στο νου σου; Τι άλλο ακόμα ξανοίγεις οπίσω σου στη σκοτεινήν άβυσσο του καιρού; Αφού κάτι θυμάσαι πριν έρθης εδώ, δύνασαι να θυμάσαι και το πώς ήρθες εδώ.

      ΜΙΡ. Αυτό δεν το θυμάμαι.

      ΠΡΟΣΠ. Δώδεκα χρόνους κ' εδώ, Μιράντα, δώδεκα χρόνους κ' εδώ, ο πατέρας σου ήταν δούκας του Μιλάνου, και δυνατός μονάρχης.

      ΜΙΡ. Αφέντη, δεν είσαι ο πατέρας μου;

      ΠΡΟΣΠ. Η μητέρα σου ήταν τιμημένη, και αυτή σ' έλεγε θυγατέρα μου· και ο πατέρας σου ήταν δούκας του Μιλάνου, και μόνη του κληρονόμα μία βασιλοπούλα από το γενναίο του αίμα.

      ΜΙΡ. Ω Θε! ποία άσχημη μηχανή μας έκαμε κ' εφύγαμ' από κει; ή μήπως ήταν για μας τ' ουρανού χάρη;

      ΠΡΟΣΠ. Και τα δύο, κόρη μου, και τα δύο· άσχημη μηχανή, ως είπες, μας έσυρ' από κει, και τ' ουρανού χάρη μας έσωσ' εδώ.

      ΜΙΡ. Ω! μου κλαίει η καρδιά ενώ φαντάζομαι πόση θλίψη θα σου επροξένησα τότε κ' εγώ δεν το θυμάμαι! Λέγε, αν αγαπάς.

      ΠΡΟΣΠ. Ο αδελφός μου, και θείος σου, τόνομα Αντώνιος. – πρόσεχε, παρακαλώ σε, – ένας αδελφός να βρεθή τόσον άπιστος! – εκείνος, που κατόπι σου, κόρη μου, ήταν ο πολυαγαπητός μου, και του είχα θαρρέψει τη βασιλεία μου, που ανάμεσα στα άλλα κράτη επρώτευε τότε, διότι εις το αξίωμα ο πλέον μεγάλος δούκας ελογιάζετο ο Πρόσπερος, και, για τες ελεύθερες τέχνες, ασύγκριτος. Εις τούτες ενώ εγώ είχα όλον τον νου μου, του αδελφού μου επαράδωσα την κυβέρνηση, και της βασιλείας μου έγινα ξένος, ενώ μ' είχε αρπάξει η αγάπη της μυστικής σπουδής, κ' ήμουν εις εκείνη βυθισμένος. Ο δολερός θείος σου, – ακούς;

      ΜΙΡ. Μ' όλη μου την προσοχή, αφέντη.

      ΠΡΟΣΠ. Αφού έμαθε μία φορά πώς να στέργη στα ζητήματα, πώς να τ' αρνιέται, ενός να δίνη ύφος, άλλου να κόφτη την περισσή κορυφή, αυτός εξανάπλασε τα πλάσματα που ήταν δικά μου· εννοώ, ότι από τα υποκείμενα άλλα άλλαξε, και άλλα εξαναμόρφωσε, κ' έχοντας το κλειδί τόσο του επαγγελματικού όσο του επαγγέλματος, εσυμφώνησε όλες τες καρδιές εις το Κράτος όπως άρεσε της ακοής του· εις τρόπον ώστε, ιδού, αυτός εγίνη ο κίσσερας, που έκρυψε τη βασιλική μου ρίζα, κ' ερρούφηξε από πάνου της την χλωρασιά μου. – Δεν προσέχεις. Παρακαλώ, άκουε με.

      ΜΙΡ. Γλυκέ μου πατέρα, αφοκράζομαι.

      ΠΡΟΣΠ. Το να είμαι, ως είπα, αδιάφορος εις τα κοσμικά τέλη, και όλος αφιερωμένος εις την μοναξιά, και εις το να πλουτίζω τον νου μου με πράμμα που, ανίσως δεν ήταν, όπως είναι, απόκρυφο, άξιζε για όσα θαυμάζει ο κόσμος, αυτό εξύπνησε την κακή προαίρεση του δολερού αδελφού μου, και το θάρρος μου, καθώς τυχαίνει ενός καλού γονέα, εγέννησε μέσα εις εκείνον μίαν δολιότητα,


Скачать книгу