Η τρικυμία. Уильям Шекспир

Читать онлайн книгу.

Η τρικυμία - Уильям Шекспир


Скачать книгу
κ' έπειτα σε φέρνω στην υπόθεση που μας εγγίζει τώρα, δίχως την οποία τούτη η διήγηση θα ήταν πολύ άκαιρη.

      ΜΙΡ. Πώς δεν μας αφανίσανε τότε;

      ΠΡΟΣΠ. Σωστό είναι το ερώτημά σου, κόρη μου· η ιστορία μου το παρακινεί. Ακριβή μου, δεν ετόλμησαν, (τόσην αγάπη μου είχε ο λαός μου), ούτε ηθέλησαν η πράξη τους να σημειωθή με το αίμα, αλλά με χρώματα ωραιότερα εζωγράφισαν τη μαύρη βουλή τους. Σύντομα, μας έσυραν απάνου σε βάρκα, μας έφεραν κάμποσο διάστημα μεσοθαλασσής, όπου είχαν έτοιμο καραβιού παλαιό σκαφίδι σαρακιασμένο, γδυμένο, δίχως άρμενα, δίχως σχοινιά, δίχως κατάρτι· ως και οι ποντικοί το είχαν αφήσει από φυσικό φόβο· αυτού μας έστησαν να φωνάζουμε της θάλασσας, που εμούγκριζε κατά μας, να στενάζουμε των ανέμων, οπού, σπλαχνικά αντιστενάζοντας, με την αγάπη τους άλλο δεν έκαναν ειμή να μας πειράξουν.

      ΜΙΡ. Ωιμέ, τι φροντίδα θα ήμουνα τότε για σε!

      ΠΡΟΣΠ. Ω! ήσουν ένα Χερουβείμ, εσύ μ' εφύλαξες! Χαμογελούσες εσύ, γιομάτη θάρρος από τον ουρανό – ενώ εγώ έχυνα στο πέλαο δάκρυα πικρά, και αποκάτου εις το βάρος μου εβογγούσα, εκείνο ανάστησε μέσα μου την ανδραγαθία, έτοιμη να υπομείνη ό,τι μπορούσε ν' ακολουθήση.

      ΜΙΡ. Πώς αράξαμε;

      ΠΡΟΣΠ. Με του θεού το χέρι. Είχαμε κάμποση τροφή, και κάμποσο νερό, που ένας ευγενής Νεαπολίτης, λεγόμενος Γονζάλος (επιφορτισμένος τότε να εκτελέση όλο αυτό το σχέδιο) σπλαχνικά μας είχε δώσει, μαζή με λαμπρά φορέματα, πανικά, ρούχα, και άλλα χρειαζόμενα, που έως τώρα πολύ μας ωφέλησαν· ομοίως απ' αγαθοσύνη του, γνωρίζοντας πόσο εγώ αγαπούσα τα βιβλία μου, εκείνος μ' επρόβλεψε μέσ' από τη βιβλιοθήκη μου με βιβλία, που εγώ τιμώ περισσότερο από το θρονί μου.

      ΜΙΡ. Να έβλεπα έναν καιρό αυτόν τον άνθρωπο!

      ΠΡΟΣΠ. Τώρα σηκώνομαι. – Κάθου, και άκουσε το τέλος του θαλασσινού μας παραδαρμού. Εδώ, εις τούτο το νησί, εσωθήκαμε, κ' εδώ εγώ, δάσκαλός σου, σ' επρόκοψα καλύτερ' απ' ό,τι μπορούν άλλοι βασιλείς, που έχουν περισσότερην ευκαιρία για μάταιες ώρες, και δασκάλους όχι επιμελείς.

      ΜΙΡ. Από τον Θεό νάχης τη χάρη! Αλλά, παρακαλώ σε, αφέντη, (γιατί αυτός ο στοχασμός δεν μ' αφίνει ανασασμό) τι σε παρακίνησε να σηκώσης τούτη τη θαλασσοταραχή;

      ΠΡΟΣΠ. Μάθε ακόμη και τούτο. – Η ευεργέτρια τύχη, τώρα ακριβή κυρά μου, εκατάφερε (παράδοξο πράμμα!) τους εχθρούς μου εις τούτο τακρογιάλι· και εις το προαιρετικό μου βρίσκω ότι το ζενίθ μου κυβερνιέται από ένα ευτυχισμένον άστρο, του οποίου ανίσως εγώ δεν καλοπιάσω τώρα την ενέργεια, αλλά την παρατρέξω, η κατάσταση μου κατόπι μέλλει πάντα να ξεπέση. – Τώρα μην ερωτάς παρέκει. Κλίνεις στον ύπνο· αυτή η νύστα είναι καλή· μη την διώξης. Ξέρω πως δεν δύνασαι να κάμης αλλιώς, (Η Μιράντα αποκοιμιέται). Έβγα, υπηρέτη· έλα· είμ' έτοιμος τώρα. Σίμωσε, Άριελ μου· έλα.

      (Μπαίνει ο ΑΡΙΕΛ).

      ΑΡΙΕΛ. Χαίρε, χαίρε, μεγάλε αφέντη! φρόνιμε κύριε, χαίρε! Έρχομαι να σου κάμω ό,τι καλύτερο αγαπάς· να πετώ, να πλέω, στες φλόγες μέσα να βουτώ, απάνω στα σγουρά σύγνεφα καβαλλικευτά ν' αρμενίζω· εις την δυνατή σου προσταγή έτοιμος είναι ο Άριελ μ' όλα του τα ιδιώματα.

      ΠΡΟΣΠ. Πνεύμα, έκαμες την τρικυμία καταλεπτώς καθώς εγώ σου επρόσταξα;

      ΑΡΙΕΛ.


Скачать книгу