Η τρικυμία. Уильям Шекспир

Читать онлайн книгу.

Η τρικυμία - Уильям Шекспир


Скачать книгу
εύκολα μ' ένα μάγευμα τους αποκοίμισα· όσο για τάλλα καράβια, που 'χα περισκορπίσει, εματάσμιξαν όλα, και πλέουνε στα Μεσόγαια πέλαγα, κινημένοι θλιβερά προς την Νεάπολη, θαρρώντας πως είδαν του βασιλέα το καράβι καταποντισμένο, και το μέγα υποκείμενό του χαμένο.

      ΠΡΟΣΠ. Άριελ, με ακρίβεια έκαμες το θέλημα· αλλά περισσεύει ακόμη δουλειά. Πόσο έχει η μέρα;

      ΑΡΙΕΛ. Το μεσημέρι επέρασε.

      ΠΡΟΣΠ. Από μίαν ώρα τολιγώτερο. Το διάστημα καιρού από τώρα έως τες έξη πρέπει να οικονομηθή από μας πολύτιμα.

      ΑΡΙΕΛ. Άλλος κόπος πάλι; Αφού με κάνεις να κοπιάζω, ας σου θυμίσω κάνε κ' εγώ [εσύ] το τι μώταξες, και ακόμη δεν είδα.

      ΠΡΟΣΠ. Γεια, γεια, βαργομάς: τι μπορείς να ζητάς;

      ΑΡΙΕΛ. Την ελευθερία μου.

      ΠΡΟΣΠ. Πριν αποσωθή ο καιρός; μην το ξαναπής.

      ΑΡΙΕΛ. Σε παρακαλώ να θυμηθής ότι χρήσιμα σ' έχω δουλέψει· δεν σου 'πα ψέμματα, λάθη δεν έκαμα, υπηρέτησα άχολα και απαραπόνευτα· μώταξες να μου κόψης ολάκαιρον ένα χρόνο.

      ΠΡΟΣΠ. Λησμόνησες από ποίο μαρτύριο εγώ σ' ελευθέρωσα;

      ΑΡΙΕΛ. Όχι.

      ΠΡΟΣΠ. Το λησμόνησες. και τώρα σου φαίνεται βαρύ να πατής την άμμο του πικρού πελάου, να πετάς αγνάντια στον δριμύν βορεινόν αέρα, να μου κάνης δουλειά μέσα στες φλέβες της γης, όταν την καίη το πάγος.

      ΑΡΙΕΛ. Όχι, κύριε.

      ΠΡΟΣΠ. Ψέμματα, πονηρό πράμμα. Λησμόνησες την μιαρή στρίγλα, την Συκόρακα, η οποία από τα γεράματα και από τον φθόνο είχε καταντήσει κουλούρα; την ελησμόνησες;

      ΑΡΙΕΛ. Όχι, Κύριε.

      ΠΡΟΣΠ. Την ελησμόνησες· πού εγεννήθηκε; μίλησε, λέγε μου.

      ΑΡΙΕΛ. Κύριε, εις το Αλγέρι.

      ΠΡΟΣΠ. Α! αυτού εγεννήθηκε; Πρέπει κάθε μήνα να σου ιστορώ ποίος ήσουν άλλη φορά, γιατί το λησμονάς. Αυτή την τρισκατάρατη στρίγλα, την Συκόρακα, εξ αιτίας από κρίματα πλήθια, και μάγια τρομαχτικά να τα δέχετ' ανθρώπου ακοή, την εξώρισαν από το Αλγέρι, καθώς ηξέρεις· ηθέλησαν να της χαρίσουν τη ζωή, για κάποιο τι που είχε κάμει· ψέμματα ;

      ΑΡΙΕΛ. Αλήθεια, Κύριε.

      ΠΡΟΣΠ. Έφεραν τη γαλανομμάτα στρίγλα εγγαστρωμένη, κ' εδώ την άφησαν οι ναύταις. Εσύ, τώρα σκλάβος μου, ήσουν τότε, ως εσύ ο ίδιος ανέφερες, δούλος εκείνης· και επειδή ήσουν πνεύμα πάρα αξιόλογο για να ενεργάς τα καταχθόνια και επικατάρατα θελήματα, εσύ δεν υπάκουες εις τες μεγάλες προσταγές της, όσο που εκείνη, με το χέρι των πλέον δυνατών υπουργών της, και εις την αμέρωτη οργή της, σ' έκλεισε μέσα σε μια ραϊσμένη κουκουναριά, και σ' εκείνη τη σχισματιά φυλακωμένος έμεινες με πάθη δώδεκα χρόνους. Εις αυτό το διάστημα εκείνη απέθανε, και σ' άφησε εκεί. όπου εστέναζες όσο γοργά βροντάει μυλόπετρα· τότε ετούτο το νησί (όξω από το παιδί που εκείνη εγέννησ' εδώ, ένα παρδαλό σκυλόπουλο, στριγλοβγαλμένο), δεν το ετιμούσε ανθρώπου μορφή καμμία.

      ΑΡΙΕΛ. Μάλιστα· το παιδί της, ο Κάλιμπαν.

      ΠΡΟΣΠ. Το είπα κ' εγώ, ανόητο πράμμα· εκείνος ο Κάλιμπαν, τον οποίον εγώ έχω δούλο τώρα· κανείς δεν ηξέρει καλύτερά σου σε ποίο μαρτύριο σ' ηύρα· ο βογγητός σου έκανε τους λύκους να μουγκρίζουν, και τον αγροίκα κατάκαρδα η πάντα θυμωμένη αρκούδα· ήταν μαρτύριο για τους κολασμένους, ούτε αυτή η Συκοράς


Скачать книгу