Άννα Καρένιν. Tolstoy Leo
Читать онлайн книгу.είδε τον Βρόκσκυ.
Ο Βρόνσκυ επλησίασε την Κίττυ, της υπενθύμισεν ότι κρατεί την πρώτην καντρίλλια και εξέφρασε την λύπην του διότι δεν την είδεν επί τόσον καιρόν.
Η Κίττυ τον ήκουεν, αποθαυμάζουσα συγχρόνως την χορεύουσαν Άνναν. Ανέμενε να της προτείνη ο Βρόνσκυ ένα τουρ εις το βαλς, και τον εκύτταζε μετ' εκπλήξεως. Εκείνος ηρυθρίασε και την προσεκάλεσεν αμέσως.
Ο Βρόνσκυ έκαμε μετά της Κίττυ πολλά τουρ. Μεθ' ό η Κίττυ επανήλθε πλησίον της μητρός της, αλλά μόλις είχεν ανταλλάξει ολίγας λέξεις μετά της κομίσσης Νορδστόνε, και ο Βρόνσκυ προσήλθε να την ζητήση διά την πρώτην καντρίλλια.
Ωμίλησαν περί ασημάντων πραγμάτων· άπαξ μόνον η συνομιλία συνεκίνησεν ζωηρώς την Κίττυ… όταν ο Βρόνσκυ την ηρώτησεν αν ο Λεβίν ευρίσκετο εις τον χορόν και της εδήλωσεν ότι του είχεν αρέσει πολύ ο άνθρωπος αυτός.. Μέχρι της τελευταίας καντρίλλιας, ο χορός υπήρξε διά την Κίττυ μαγευτικόν όνειρον χρωμάτων χαρμοσύνων, ήχων και κινήσεως. Δεν επαυε χορεύουσα παρά μόνον όταν ησθάνετο μεγάλην κόπωσιν και ανεζήτει ανάπαυλαν. Χορεύουσα όμως την τελευταίαν καντρίλλια μεθ' ενός των οχληρών εκείνων νεανίσκων, προς ον δεν ηδύνατο ν' αρνηθή μίαν στροφήν, έσχεν ως βιζ-α-βι την Άνναν και τον Βρόνσκυ. Και, εκ νέου, η νεαρά γυνή της παρουσιάσθη υπό αλλοίαν μορφήν· διέκρινε παρά τη Άννα τον ερεθισμόν του θριάμβου, τον οποίον εγνώριζεν εκ πείρας. Παρετήρησεν ότι η Άννα ήτο μεθυσμένη εκ του θαυμασμού τον οποίον εξήγειρεν. Η Κίττυ ήτο εμπειρογνώμων του τοιούτου συναισθήματος, εγνώριζε τα συμπτώματά του και τα διέκρινε παρά τη Άννα: την σπινθηροβόλον και φλογεράν λάμψιν των οφθαλμών, το μειδίαμα της χαράς και του υπερερεθισμού, τα χείλη που συμπτύσσονται ακουσίως, την χάριν, την σταθερότητα και την ελαφρότητα των κινήσεων.
– Τι την εξάπτει τόσον; διελογίσθη, όλοι μαζί ή μόνον ένας;
Και διευκολύνουσα συνάμα την συνομιλίαν με τον νεαρόν της συγχορευτήν, παρετήρει:
– Όχι, δεν την εμέθυσεν ο θαυμασμός του πλήθους, αλλ' ο θαυμασμός ενός μόνου. Και ο άνθρωπος αυτός;.. Είναι δυνατόν να είν' εκείνος;
Κάθε φοράν που ο Βρόνσκυ συνωμίλει μετά της Άννας, τα μάτια της νεαράς γυναικός προσελάμβανον φαιδράν λάμψιν, και το μειδίαμα της ευτυχίας εκύρτωνε τα πορφύρινα χείλη της. Εφαίνετο ότι κατέβαλλεν αγώνα όπως συγκρατή τας εκδηλώσεις ταύτας της χαράς, αλλά διεκρίνοντο οπωσδήποτε επί της μορφής της.
– Αλλ' εκείνος;
Η Κίττυ τον ητένισε και κατελήφθη υπό τρόμου.
Διέκρινε και επ' αυτού τας αυτάς ενδείξεις, ας έβλεπε τόσον καθαρά επί του κινητού καθρέπτου ον απετέλει η μορφή της Άννας. Τι είχεν απογείνει η πάντοτε γαλήνιος έκφρασίς του, η επιφυλακτική του στάσις και η ήρεμος αυτού απάθεια; Τώρα κάθε φοράν που απηυθύνετο προς την Άνναν, εχαμήλωνε την κεφαλήν, ως να ήτο έτοιμος να γονυπετήση ενώπιον αυτής, και, εις το βλέμμα του, ενεφαίνετο μόνη η υποταγή και ο φόβος, ,. Ο χορός και οι παρεστώτες όλοι εκαλύφθησαν υπό ομίχλης εις τα μάτια της Κίττυ. Μόνον δε το αυστηρόν σύστημα της ανατροφής ης είχε τύχει, της έδιδε την δύναμιν να εξακολουθή χορεύουσα, ομιλούσα περί όλων και μειδιώσα ακόμη. Αλλ' όταν διηυθέτησαν τα καθίσματα χάριν της μαζούρκας και όταν μερικά ζεύγη χορευτών προσέτρεξαν από τα μικρά