Άννα Καρένιν. Tolstoy Leo
Читать онлайн книгу.να δεχθή διαφόρους απαιτητάς και να υπογράψη πολλά ενδιαφέροντα έγγραφα. Οι Καρένιν είχον πάντοτε συνδαιτημόνας τρία ή τέσσαρα πρόσωπα, και η Άννα κατήλθεν εις το σαλόνι διά να δεχθή μίαν γηραιάν εξαδέλφην του συζύγου της, τον πρόεδρον του ανακτοβουλίου μετά της συζύγου του και κάποιον νέον ιδιαιτέρως συστηθέντα εις τον Καρένιν.
Εις τας πέντε ακριβώς, ο Καρένιν, εν επισήμω περιβολή με δύο παράσημα και λευκήν κραβάταν, εισήλθεν εις την αίθουσαν.
Κάθε στιγμή της ζωής του ήτο ειδικώς διατεθειμένη και κανονισμένη εκ των προτέρων. «Άνευ σπουδής και άνευ αναπαύλας», τοιούτο το αξίωμά του.
Εχαιρέτησεν όλους του τους κεκλημένους και εκάθησε αμέσως κατόπιν, μειδιών προς την σύζυγόν του.
– Μάλιστα, είπεν, η μόνωσίς μου ετελείωσε. Δεν ειμπορείς να φαντασθής πόσον είνε ανιαρόν να τρώγη κανείς μόνος του!
Κατά το διάστημα του φαγητού ηρώτησε την σύζυγόν του περί των λαβόντων χώραν εν Μόσχα, ομιλών με περιφρονητικόν μειδίαμα περί του Στίβα Ομπλόνσκυ, αλλ' η συνομιλία παρέμεινε γενική.
Μετά το γεύμα ο Καρένιν επέρασεν ημίσειαν ώραν εις το σαλόνι, είτα δε, με το μειδίαμα εις τα χείλη, έθλιψε και πάλιν την χείρα της συζύγου του, απεχαιρέτησε τους ξένους του και μετέβη εις το Υπουργικόν συμβούλιον.
Η Άννα εισήλθεν εις τον θάλαμον του υιού της και επέρασεν όλον το απόγευμα μαζί του, τον επλάγιασεν εις την κλίνην του μόνη της και τον ετύλιξεν εντός των σκεπασμάτων του.
Ήτο ευτυχής διότι είχε μείνει εις το σπίτι και διότι επέρασε τας μεταμεσημβρινάς της ώρας υπό τοιαύτας συνθήκας.
Ησθάνετο εαυτήν πραϋνθείσαν, την καρδίαν της ανεκουφισμένην και διέβλεπε καθαρά ότι παν, ό,τι είχε παραστή ενώπιόν της την προτεραίαν κατά το σιδηροδρομικόν της ταξείδιον, υπό μορφήν τόσον ελκυστικήν, ήτο εν τη πραγματικότητί του απλούν κοινόν επεισόδιον της κοσμικής ζωής και ότι δεν είχε λόγον να ερυθρά δι' αυτό ούτε ενώπιον του κόσμου ούτε ενώπιον της ιδίας της συνειδήσεως.
Η Άννα εκάθησε προ της εστίας αναγινώσκουσα μυθιστόρημα και ανέμενε την επιστροφήν του συζύγου της. Κατά τας εννέα και μισή ήκουσε τον ήχον του κωδωνίσκου του Καρένιν, και, μετά μίαν στιγμήν, εισήλθεν ούτος εις τον θάλαμόν της.
– Ήλθες επί τέλους! είπεν η Άννα τείνουσα προς αυτόν την χείρα, ην ο Καρένιν ησπάσθη καθεσθείς παραπλεύρως της συζύγου του.
– Βλέπω τέλος ότι το ταξείδι σου επέτυχεν, είπε.
– Τελείως! απήντησεν η Άννα.
Διηγήθη δε όσα είχον συμβή καθ' οδόν, ωμίλησε περί της μητρός του Βρόνσκυ, περί του επεισοδίου του λαβόντος χώραν άμα τη αφίξει της, περί του οίκτου ον ησθάνθη κατ' αρχάς διά τον αδελφόν της, είτα δε και διά την Δόλλυ.
– Δεν παραδέχομαι ότι πρέπει να συγχωρήται μία τοιαύτη διαγωγή, έστω και αν πρόκειται περί του αδελφού σου, είπεν αυστηρώς ο Καρένιν.
Η Άννα εμειδίασε.
Κατενόησεν ότι ο σύζυγος της ωμίλει τοιουτοτρόπως ίνα αποδείξη ότι οι δεσμοί της συγγενείας δεν θα επιρρέαζον διόλου τη ειλικρίνειαν της γνώμης του.
Εγνώριζε το διακριτικόν τούτο του χαρακτήρος του συζύγου της, και το επεκρότει.
– Λογίζομαι