Άννα Καρένιν. Tolstoy Leo
Читать онлайн книгу.εχθρός των ταξειδίων. Και, εννοείτε, αν υπάρχη αρχή φυματιώσεως, το ταξείδιον εις την αλλοδαπήν κατ' ουδέν θα ωφελήση. Ανάγκη λοιπόν να διατάξωμεν κάτι, το οποίον θα διευκολύνη την θρέψιν χωρίς να ερεθίση τον οργανισμόν.
Η ιατρική επισημότης εξέθηκε το σχέδιόν του εγκείμενον εις θεραπείαν διά της χρήσεως υδάτων του Σόντεν, των οποίων κύριον προτέρημα είνε ότι δεν δύνανται να βλάψουν.
– Εντούτοις, παρετήρησεν ο ιατρός της οικογενείας, όστις ηκροάτο μετά σεβασμού τους λόγους του συναδέλφου του θα υπεδείκνυα την εκ ταξειδίου εις την αλλοδαπήν ωφέλειαν λόγω της μεταβολής των συνηθειών, της απομακρύνσεως από τα μέρη τα προκαλούντα αναμνήσεις.. και τέλος της προς τούτο επιθυμίας της μητρός της πασχούσης.
– Α! εν τοιαύτη περιπτώσει, ας αναχωρήσουν, ας αναχωρήσουν! Φοβούμαι μόνον μη της κάμουν κακόν αυτοί οι τσαρλατάνοι οι Γερμανοί.. Αλλ' επί τέλους, ας αναχωρήσουν, ας αναχωρήσουν.
Ο ιατρός εισήλθεν εις το σαλόνι και εξέθηκεν επιστημονικώς ενώπιον της πριγκηπίσσης, ως προς γυναίκα εξαιρετικώς πνευματώδη, την κατάστασιν της Κίττυ, και κατέληξε διά των υποδείξεων του τρόπου της χρήσεως των μεταλλικών υδάτων, τα οποία εντούτοις δεν ήσαν διόλου αναγκαία.
Εις το ερώτημα:
– Ένα ταξείδι εις το εξωτερικόν θα ήτο ωφέλιμον;
Έμεινεν επί πολύ σκεπτόμενος, ωσανεί επρόκειτο να λύση δυσκολώτατον πρόβλημα· τέλος δε ευρήκε την λύσιν:
«Αι πριγκήπισσαι δύνανται βέβαια ν' αναχωρήσουν, αλλ' υπό τον όρον να μη δώσωσι την παραμικράν πίστιν εις τους αγύρτας και ν' απευθύνωνται διαρκώς προς αυτόν».
Μετά την αναχώρησιν της ιατρικής προσωπικότητος η χαρά εφάνη επανελθούσα εις την οικίαν.
Η πριγκήπισσα ήτο φαιδροτάτη και η Κίττυ ελιποθύμει εκ της χαράς. Ευρίσκετο συχνάκις, σχεδόν διαρκώς, υποχρεωμένη να υποκρίνεται αισθήματα τα οποία δεν ησθάνετο.
Ολίγον μετά την αναχώρησιν του δόκτορος έφθασεν η Δόλλυ.
Εγνώριζεν ότι επρόκειτο να συγκροτηθή ιατρικόν συμβούλιον και ήρχετο να πληροφορηθή περί της τύχης της Κίττυ, ήτις θα απεφασίζετο από της ημέρας εκείνης.
Όταν εισήλθεν εις τον κοιτώνα της αδελφής της, κοιτώνα φωτεινόν και ροδόχρουν, παρετήρησε την Κίττυ καθημένην επί μακράς χαμηλής καθέκλας πλησίον της θύρας, με τα μάτια προσηλωμένα επί μιας γωνίας του τάπητος.
Η Κίττυ ητένισε την αδελφήν της και η ψυχρά και κάπως αυστηρά έκφρασις της μορφής της απέβη έμμονος.
– Επεθύμουν να σου ομιλήσω.
– Περί τίνος; ηρώτησεν η Κίττυ ζωηρώς, ανυψώσασα την κεφαλήν μετά τρόμου.
– Περί τίνος θα σου ωμίλουν, αν δεν επρόκειτο περί της δυστυχίας σου;
– Δεν είμαι δυστυχής!
– Έλα δα, Κίττυ, νομίζεις ότι δεν γνωρίζω τι σου συμβαίνει; Τα ξεύρω όλα. Όλαις μας τα περάσαμεν αυτά.. Δεν αξίζει να πάσχης εξ αιτίας του.
– Ναι, διότι με επεριφρόνησεν, ήρχισε λέγουσα η Κίττυ με τρέμουσαν φωνήν.. Μη το είπης αυτό, σε παρακαλώ, μη το 'πής.
– Αλλά δεν το λέγω, ούτε και κανείς άλλος το λέγει. Εγώ φρονώ ότι σε ηγάπα και σε αγαπά, αλλά.
– Αχ! αυτός ο