Άννα Καρένιν. Tolstoy Leo
Читать онлайн книгу.είπεν εκείνη, ενώ το βλέμμα της επέτρεπε να νοηθώσιν όλως τ' αντίθετα.
– Φίλοι ουδέποτε θα καταστώμεν το γνωρίζετε άριστα. Θα γίνωμεν όμως ή οι ευτυχέστεροι ή οι δυστυχέστεροι των ανθρώπων, τούτο δε εξαρτάται από σας.
Ηθέλησε να του απαντήση, αλλ' εκείνος την διέκοψεν.
– Έν μόνον σας ζητώ, σας ζητώ το δικαίωμα του ελπίζειν, του πάσχειν όπως τώρα, αλλ' αν και τούτο ακόμη δεν είνε δυνατόν, διατάξατέ με να εξαφανισθώ και θα εξαφανισθώ. Αν η παρουσία μου σας στενοχωρή δεν θα μ' επανίδητε πλέον.
– Δεν ζητώ να σας αποφύγω.
– Μη λοιπόν προσπαθήτε να μεταβάλλετε τίποτε. Αφήσατε τα πράγματα ν' ακολουθήσουν τον δρόμον των, είπεν ο νέος διά φωνής τρεμούσης.. Ιδού ο σύζυγός σας.
Πράγματι, ο Καρένιν εισήρχετο εις την αίθουσαν με την επιβλητικήν και αδεξίαν του στάσιν. Αφ' ού δ' έρριψε βλέμμα επί της συζύγου του και του Βρόνσκυ, επλησίασε την οικοδέσποιναν και έλαβε κύπελλον τεΐου, μεθ' ό ήρχισε να ομιλή με την βραδείαν και ηχηράν φωνήν του, υπό τον παιγνιώδη τόνον, όστις του ήτο συνήθης.
– Ο Ραμπουγιέ σας είνε πλήρης! είπε παρατηρών τον κύκλον των κεκλημένων, αι Χάριτες και αι Μούσαι!
Ο Βρόνσκυ και η Άννα εξηκολούθουν να μένωσι παράμερα πλησίον της μικράς τραπέζης.
– Το πράγμα αρχίζει να γίνεται απρεπές, είπε μία κυρία.
– Τι σας έλεγα; παρετήρησεν η φίλη της Άννας.
Αλλ' ήδη όλαι αι κυρίαι, μη εξαιρουμένης και της πριγκηπίσσης Μιαγκάια και της Μπέτσυ, είχον αντιληφθή τον Βρόνσκυ και την Άνναν απομονωμένους ως να τους εστενοχώρει ο γενικός κύκλος.
Μόνον ο Καρένιν δεν είχε στρέψει τα βλέμματα ουδ' εφ' άπαξ προς το μέρος αυτών και δεν είχε διακόψει την συζήτησιν, ήτις τον ενδιέφερεν.
Αντιληφθείσα την εντύπωσιν ην παρήγεν ο μονόλογος αυτός εντός της αιθούσης της, η πριγκήπισσα Μπέτσυ έθηκεν αντικαταστάτιδα εις την θέσιν της διά ν' ακούση τον Καρένιν και επλησίασε την Άνναν.
– Γοητεύομαι πάντοτε οσάκις ακούω τον σύζυγόν σας, λόγω της φωτεινότητος και της σαφηνείας των λόγων του, είπεν. Αι πολυπλοκώτεραι των ιδεών μου καθίστανται ευληπτόταται όταν τας αναπτύσσει αυτός.
– Ω ναι! είπεν η Άννα μετά μειδιάματος ακτινοβολούντος εξ ευτυχίας και χωρίς να εννοή ούτε μίαν καν λέξιν αφ' όσα της έλεγεν η Μπέτσυ.
Επλησίασε δε εις την μεγάλην τράπεζαν και έλαβε μέρος εις την γενικήν συνομιλίαν.
Ο Καρένιν έμεινεν επί ημίσειαν ακόμη ώραν, μεθ' ό επλησίασε την σύζυγόν του και την εκάλεσε ν' απέλθωσιν ομού. Αλλά χωρίς να τον κυττάξη εκείνη, απεκρίθη ότι θα έμενε διά το δείπνον. Ο Καρένιν εχαιρέτησε και απεσύρθη.
Μετά το σουπέ, ο ηνίοχος του Καρένιν μετά δυσκολίας συνεκράτει τον τεφρόχρουν ίππον, όστις, ριγών εκ του ψύχους, εποδοκτύπα ενώπιον του προστόου. Ο δε λακές, όρθιος, είχεν ανοίξη την θυρίδα καθ' όν χρόνον η Άννα, απήλλασσε γοργώς τας δαντέλλας της περιχειρίδος της καρφωθείσας εις τας πορποπερόνας της γούνας της, και, με χαμηλωμένην την κεφαλήν ηκροάτο μετ' εκτάσεως τους λόγους του συνοδεύοντος αυτήν Βρόνσκυ.
– Αναμφιβόλως, δεν μου έχετε είπει τίποτε, και, άλλως τε, τίποτε δεν ζητώ, γνωρίζετε